πικρίδιον

πικρίδιον
πικρίδιον
endive
neut nom/voc/acc sg
πικρίδιος
somewhat bitter
masc acc sg
πικρίδιος
somewhat bitter
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πικριδίου — πικρίδιον endive neut gen sg πικρίδιος somewhat bitter masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικριδίῳ — πικρίδιον endive neut dat sg πικρίδιος somewhat bitter masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίδια — πικρίδιον endive neut nom/voc/acc pl πικρίδιος somewhat bitter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίδιο — το, / πικρίδιον, ΝΜΑ το φυτό κιχώριο νεοελλ. παλαιότερη ονομασία γένους σύνθετων ποωδών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρίς, ίδος + επίθημα ιον] …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”